- Ἀναξανδρίδου
- Ἀναξανδρίδηςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νηρηίδα — η (Α Νηρηΐς και Νηρεΐς και συνηρ. τ. Νηρής) συν. στον πληθ. οι Νηρηίδες μυθ. οι πενήντα, ή κατ άλλους εκατό, κόρες τού Νηρέως και τής Δωρίδος, νύμφες που κατά τη μυθολογική παράδοση κατοικούσαν στα βάθη τής θάλασσας, ήταν ωραίες και αθάνατες και… … Dictionary of Greek
κωμωδοτραγωδία — κωμῳδοτραγωδία, ἡ (Α) 1. δράμα που ενέχει κωμικά και τραγικά στοιχεία 2. μτφ. η ανθρώπινη ζωή 3. τίτλος κωμωδιών τού Αλκαίου τού κωμικού και τού Αναξανδρίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδία + τραγῳδία] … Dictionary of Greek
φιαληφόρος — ον, Α 1. (ως ονομασία ιέρειας τής Λοκρίδος) αυτός που φέρει φιάλη («ὑπὲρ τῆς φιαληφόρου παρ αὐτοῑς λεγομένης τοιαύτη τις ἱστορία παρεδέδοτο», Πολ.) 2. ως κύριο όν. Φιαληφόρος τίτλος κωμωδίας τού Αναξανδρίδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιάλη + φόρος*. Το η… … Dictionary of Greek